Εδώ και χρόνια, οι ποδηλάτες που θέλουν να ανεβάσουν τη φυσική τους κατάσταση σε ανταγωνιστικά επίπεδα χρησιμοποιούν κατά τη διάρκεια της προπόνησης ένα φορητό καρδιοσυχνόμετρο (παλμογράφος). Σε συνεργασία με κάποιον προπονητή που ξέρει να διαβάσει τα νούμερα του παλμογράφου και ανάλογα να σχεδιάσει τις προπονήσεις του αθλητή σύμφωνα με τις του καρδιακές ζώνες, αποτελεί απαραίτητο προπονητικό εργαλείο.
Πιο πρόσφατα όμως, τόσο οι αθλητές όσο και η προπονητική κοινότητα, αντιλήφθηκαν πως αυτό δεν αρκούσε. Ήταν εμφανές ότι υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στη καρδιακή συχνότητα και τις περιστροφές των ποδιών, το οποίο εμπόδιζε τους αθλητές απ' το να πραγματοποιήσουν την διαλλειματική τους προπόνηση με την ακρίβεια που επιζητούσαν: Με την εξέλιξη της προπονητικής, στις πιο σύνθετες προπονήσεις, ήταν πλέον αναγκαίος ο υπολογισμός του έργου!
Γρήγορα κατασκευάστηκαν φορητές συσκευές μέτρησης του έργου (γνωστές ως Powermeters, Δυναμόμετρα* ή Wattόμετρα → Βατόμετρα), οι οποίες τοποθετούνται στο ποδήλατο αντικαθιστώντας κάποιο συμβατικό εξάρτημα, δείχνοντας στο αθλητή ανά πασά στιγμή την τιμή του έργου που αποδίδει στη μονάδα των Watt.
Τα βατόμετρα χωρίζονται στους παρακάτω τύπους:
Ως επακόλουθο της διάθεσης βατόμετρων, η ποιότητα της προπόνησης ανέβηκε αφού πλέον ο αθλητής μετά την περάτωση μιας δοκιμασίας για τον υπολογισμό των ζωνών προπόνησης (power zones) μπορεί να κάνει αυτή πολύ πιο στοχευμένη.
Σήμερα όλο και περισσότεροι αθλητές προγραμματίζουν την προπόνηση τους σύμφωνα με το έργο που παράγουν, σε συνάρτηση πάντα με την καρδιακή τους συχνότητα. Η προπόνηση συμφωνά με την καρδιακή συχνότητα δεν χαρακτηρίζεται ως απόλυτος τρόπος εκγύμνασης των αθλητών, καθώς γνωρίζουμε ότι επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως κόπωση, συναισθηματικούς λογούς, αφυδάτωση, διατροφή, θερμοκρασία περιβάλλοντος και άλλα.
Σημαντικό μειονέκτημα που προκύπτει με τις καρδιακές ζώνες προπόνησης, είναι ότι αυτές μεταβάλλονται ανάλογα με το επίπεδο της φυσικής κατάστασης του αθλητή, καθώς αυτή παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση στη πάροδο της αγωνιστικής χρονιάς. Κινούμενος το χειμώνα στη περίοδο της προετοιμασίας σε μία ευθεία με 150 παλμούς/λεπτό ο αθλητής μπορεί να παράγει 250W, ενώ μετά από κάποιους μήνες σε βελτιωμένη φυσική κατάσταση μπορεί να κινείται με τους ίδιους παλμούς, παράγοντας αρκετά μεγαλύτερο έργο.
Άλλο μειονέκτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η καρδιακή συχνότητα δεν προλαβαίνει ν' ανταποκριθεί πολύ γρήγορα σε μικρής διάρκειας αλλά πολύ υψηλής έντασης αναερόβιες ασκήσεις που διαρκούν από μερικά δευτερόλεπτα έως 2-3 λεπτά. Με τον υπολογισμό του έργου ο αθλητής έχει τη δυνατότητα π.χ. σε μία άσκηση πολύ υψηλής έντασης και διαρκείας 20" να γνωρίζει από τα πρώτα δευτερόλεπτα σε τι ποσοστό των δυνάμεων του κινείται, ενώ αντίθετα η καρδιακή συχνότητα είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει να ακολουθήσει την ίδια ποσοστιαία αύξηση στον ίδιο χρόνο.
Μεγάλο αρνητικό στοιχείο δεν παύει να αποτελεί το πολλαπλάσια υψηλότερο κόστος απόκτησης της μονάδας μέτρησης του έργου, σε σχέση μ' έναν βασικό παλμογράφο. Όμως, το βατόμετρο αποζημιώνει τον αθλητή καθώς η ποιότητα της προπόνησης του και επακόλουθα η απόδοση του βελτιώνεται ραγδαία, ενώ κάποια μοντέλα του προσφέρουν πολύτιμες συνοδευτικές πληροφορίες που αφορούν την ισορροπία ισχύος των ποδιών*, την ομαλότητα και την αποδοτικότητα του πεταλαρίσματος.
* μόνο σε βατόμετρα με χωριστούς αισθητήρες για κάθε πόδι.
Σημείωση: Η ονομασία "Δυναμόμετρο" δεν είναι απόλυτα σωστή, αφού η δύναμη μετράται σε Newton. Καθώς οι μετρήσεις εδώ είναι σε Watt, η ορθή ελληνική ονομασία είναι "Ισχυόμετρο", λέξη την οποία -δυστυχώς- στην ποδηλασία κανείς δε χρησιμοποιεί.